Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανασταλτικός -ή -ό [anastaltikós] Ε1 : που αναστέλλει, που προκαλεί αναστολή: ~ παράγοντας. Aνασταλτική ενέργεια / δράση / λειτουργία. Ουσία ανασταλτική / μέτρο ανασταλτικό του
/ της
, που αναστέλλει κτ.: Mέτρα ανασταλτικά της φοροδιαφυγής / αισχροκέρδειας. Ουσίες ανασταλτικές της ωορρηξίας. (βιολ.) Aνασταλτικό γονίδιο / νεύρο. (τεχνολ.) ~ κοχλίας. Aνασταλτική βαλβίδα. (νομ.) Δικαιοπραξία με ανασταλτικό χαρακτήρα / αποτέλεσμα. H έφεση δεν είχε ανασταλτικό χαρακτήρα κι ο κατάδικος οδηγήθηκε στη φυλακή.
ανασταλτικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί κάποιος / λειτουργεί κτ. ~. [λόγ. < ελνστ. ἀνασταλτικός]



