Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασκοπώ
1 εγγραφή
ανασκοπώ [anaskopó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω ανασκόπηση.

[λόγ. < αρχ. ἀνασκοπῶ `εξετάζω καλά, λογαριάζω περασμένα γεγονότα΄ σημδ. γαλλ. réviser & αγγλ. review]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες