Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναρχία η [anarxía] Ο25 : 1.έλλειψη τάξης που οφείλεται σε ανυπαρξία ή κακή λειτουργία: α. του κράτους και των οργάνων του: Mε πρόσχημα την καταπολέμηση της αναρχίας ο στρατός κατέλαβε την εξουσία. β. συγκεκριμένων κανόνων για ορισμένο θέμα: Hθική / οικονομική / γλωσσική / οικοδομική ~. Στο σπίτι επικρατεί ~· ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. 2. (σπάν.) ο αναρχισμός και το αντίστοιχο πολιτικοκοινωνικό καθεστώς: Zήτω / κάτω η ~.
[λόγ. < αρχ. ἀναρχία (στη σημ. 1)]



