Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναμόρφωση η [anamórfosi] Ο33 : 1.η ενέργεια του αναμορφώνω. α. ριζική αλλαγή και βελτίωση ενός θεσμού ή συστήματος: H ~ των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Εργάζεται για την ~ της κοινωνίας. || ~ ενός χώρου, αναδιαρρύθμιση και ανακατασκευή των κτισμάτων· ανάπλαση. β. βελτίωση της αγωγής ενός νέου συνήθ. ατόμου που έχει παραστρατήσει. 2. (φυσ.) μετασχηματισμός της μορφής του ειδώλου ενός αντικειμένου, με κατάλληλα κάτοπτρα και φακούς.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀναμόρφω(σις) `νέα διαμόρφωση, ανανέωση΄ -ση & σημδ. γαλλ. réforme, réformation· 2: γαλλ. anamorphose < ana- = ανα- + αρχ. μορφ(ή) -ose = -ωσις > -ωση]



