Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλογικός
1 εγγραφή
αναλογικός -ή -ό [analojikós] Ε1 : που στηρίζεται στην αναλογία, που σχηματίζεται ή που υπολογίζεται σε αναλογία με κτ. άλλο: ~ σχηματισμός μιας λέξης. ~ τύπος, που σχηματίζεται από την επίδραση άλλου. Aναλογικό λεξικό, που κατατάσσει τις λέξεις σε νοηματικές ενότητες και όχι αλφαβητικά. Aναλογικό εκλογικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο ο αριθμός των βουλευτών που εκλέγονται σε κάθε περιφέρεια είναι ανάλογος με τις ψήφους που πήρε κάθε κόμμα, σε αντιδιαστολή προς το πλειοψηφικό. || (ως ουσ.) η αναλογική, το αναλογικό εκλογικό σύστημα: Aπλή / ενισχυμένη αναλογική. || (γραμμ.) αναλογικά αριθμητικά, που φανερώνουν ποια αναλογία έχει ένα ποσό προς ένα άλλο, πόσες φορές δηλαδή είναι μεγαλύτερο από ένα άλλο, π.χ. διπλάσιος, τριπλάσιος, πολλαπλάσιος. || (λογ.) ~ διαλογισμός, είδος ατελούς επαγωγής, πολύ ασθενέστερης όμως ως προς το βαθμό πιθανότητας. || (πληροφ.) ~ υπολογιστής, που χρησιμοποιεί φυσικά μεγέθη, π.χ. μήκος, τάση, βάρος, για να εκφράσει αριθμούς. αναλογικά ΕΠIΡΡ: Γραμματικοί τύποι που σχηματίζονται ~ με άλλους.

[λόγ. < ελνστ. ἀναλογικός & σημδ. γαλλ. analogique (στη νέα σημ.) < λατ. analogicus < ελνστ. ἀναλογικός & σημδ. γαλλ. proportionnel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες