Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακόπτω [anakópto] -ομαι Ρ αόρ. ανέκοψα, απαρέμφ. ανακόψει, παθ. αόρ. ανακόπηκα, απαρέμφ. ανακοπεί : σταματώ την εξέλιξη μιας πορείας, την αναχαιτίζω: Ο στρατός μάχεται, για να ανακόψει την κάθοδο του εχθρού προς το νότο. Γίνεται προσπάθεια να ανακοπεί η άνοδος του τιμαρίθμου, να συγκρατηθεί.
[λόγ. < ελνστ. ἀνακόπτω, αρχ. σημ.: `σπρώχνω προς τα πίσω΄]



