Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακόπτω
1 εγγραφή
ανακόπτω [anakópto] -ομαι Ρ αόρ. ανέκοψα, απαρέμφ. ανακόψει, παθ. αόρ. ανακόπηκα, απαρέμφ. ανακοπεί : σταματώ την εξέλιξη μιας πορείας, την αναχαιτίζω: Ο στρατός μάχεται, για να ανακόψει την κάθοδο του εχθρού προς το νότο. Γίνεται προσπάθεια να ανακοπεί η άνοδος του τιμαρίθμου, να συγκρατηθεί.

[λόγ. < ελνστ. ἀνακόπτω, αρχ. σημ.: `σπρώχνω προς τα πίσω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες