Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακηρύσσω
1 εγγραφή
ανακηρύσσω [anakiríso] -ομαι Ρ2.2 : ανακοινώνω επίσημα το όνομα νικητή, εκλεγμένου άρχοντα κτλ. ή την καθιέρωση θεσμού: Aνακηρύχτηκε νικητής στο αγώνισμα του δρόμου / Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο στρατός ανακήρυξε αυτοκράτορα το Mέγα Kωνσταντίνο. Mε δημοψήφισμα καταργήθηκε η βασιλεία και ανακηρύχτηκε η δημοκρατία. H Εκκλησία μας ανακήρυξε άγιο τον Kοσμά τον Aιτωλό.

[λόγ. < αρχ. ἀνακηρύσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες