Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακαλώ
1 εγγραφή
ανακαλώ [anakaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. ανακλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανεκλήθη, ανεκλήθησαν, απαρέμφ. ανακληθεί : 1α.καλώ, δίνω εντο λή σε κπ. να επιστρέψει, να επανέλθει από εκεί όπου βρίσκεται: Ο πρεσβευτής μας στο Λονδίνο ανακλήθηκε / ανεκλήθη στην Aθήνα για διαβουλεύσεις. H κυβέρνηση αποφάσισε να ανακαλέσει τη στρατιωτική αποστολή μας από τις εμπόλεμες χώρες. || Aνακάλεσαν αποστράτους στην ενεργό υπηρεσία, τους επανέφεραν. ~ / επαναφέρω κπ. στην τάξη, του υποδεικνύω ότι πρέπει να σταματήσει να παρεκτρέπεται: Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακάλεσε στην τάξη αυτούς που θορυβούσαν. β. (για αφηρ. ουσ.) επαναφέρω κτ., το ενεργοποιώ πάλι: Οι εντυπώσεις των αισθήσεων ανακαλούν στη συνείδησή μας ψυχικές εικόνες και παραστάσεις. ~ στη μνήμη μου γεγονότα του παρελθόντος. 2. δηλώνω ότι κτ. δεν ισχύει πια: Ο κατηγορούμενος ανακάλεσε προηγούμενη κατάθεσή του, αναίρεσε. Σου ζητώ να ανακαλέσεις, μια κατηγορία, μια προσβλητική έκφραση κτλ. Aνακλήθηκε η δωρεά / η παραγγελία, ακυρώθηκε. H κυβέρνηση αναγκάστηκε να ανακαλέσει το νομοσχέδιο ύστερα από τις πιέσεις που δέχτηκε, να το αποσύρει.

[λόγ. < αρχ. ἀνακαλῶ `επικαλούμαι, φωνάζω πίσω΄ σημδ. αγγλ. recall, revoke]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες