Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθεώρηση
1 εγγραφή
αναθεώρηση η [anaθeórisi] Ο33 : η ενέργεια του αναθεωρώ, η επανεξέταση με σκοπό τον έλεγχο και την τροποποίηση: H βουλή θα κάνει ~ του συντάγματος. Θα γίνει ~ της υφιστάμενης νομοθεσίας. ~ των εκλογικών καταλόγων, για να εγγραφούν νέοι ή για να διαγραφούν άλλοι εκλογείς. Οι μαθητές που απορρίφτηκαν ζήτησαν ~ των γραπτών τους, για αναβαθμολόγηση. Έχω κάνει μεγάλη ~ στις απόψεις μου, τις έχω αλλάξει. || (νομ.) ένδικο μέσο με το οποίο προσβάλλονται αποφάσεις στρατοδικείων, ναυτοδικείων ή αεροδικείων με το αιτιολογικό της κακής εφαρμογής των νόμων.

[λόγ. < ελνστ. ἀναθεώρη(σις) `επισταμένη εξέταση΄ -ση σημδ. γαλλ. révision]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες