Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδασμός
1 εγγραφή
αναδασμός ο [anaδazmós] Ο17 : ανακατανομή της καλλιεργήσιμης γης, η αναδιανομή των γεωργικών κλήρων μιας περιοχής.

[λόγ. < αρχ. ἀναδασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες