Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγωγή
3 εγγραφές [1 - 3]
αναγωγή η [anaγojí] Ο29 : 1.αναφορά σε κτ. ήδη γνωστό ή οικείο: H ανάπλαση παλιών εντυπώσεων αποτελεί άμεση ~ στο παρελθόν. 2α. (μαθημ.) μετατροπή σε κτ. ισοδύναμο αλλά απλούστερο: ~ ομοίων όρων. ~ κλάσματος, απλοποίηση ενός κλάσματος με την απαλλαγή του αριθμητή και του παρονομαστή από όλους τους κοινούς παράγοντες. || ~ στη μονάδα. β. (χημ.) αφαίρεση οξυγόνου από μια χημική ένωση ή προσθήκη οξυγόνου.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀναγωγή· 2: & σημδ. γαλλ. réduction]

ανάγωγος 1 -η -ο [anáγογos] Ε5 : που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή· κακοαναθρεμμένος, αγενής: Έχει ανάγωγη συμπεριφορά. ~ άνθρωπος. Aνάγωγο παιδί. ανάγωγα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάγωγος (αρχ. σημ. για ζώα)]

ανάγωγος 2 -η -ο : (μαθημ.) που δεν επιδέχεται αναγωγή: Aνάγωγα κλάσματα.

[λόγ. αναγωγ(ή) -ος με υποχωρ. κίνηση του τόνου για ένδειξη στερητικής σημ., μτφρδ. γαλλ. irréductible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες