Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβλέπω
1 εγγραφή
αναβλέπω [anavlépo] Ρ αόρ. ανέβλεψα και ανάβλεψα, απαρέμφ. αναβλέψει : στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, προς τον ουρανό.

[λόγ. < αρχ. ἀναβλέπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες