Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανήσυχος -η -ο [anísixos] Ε5 : που δεν είναι ήσυχος από κάποια αιτία. 1α. ταραγμένος, αναστατωμένος, φοβισμένος: Οι συγγενείς του είναι ανήσυχοι για την υγεία του. Οι οικονομολόγοι είναι ανήσυχοι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. β. που δεν ησυχάζει, που κινείται συνέχεια: Είναι ~ άνθρωπος. Aνήσυχο παιδί, άτακτο, νευρικό. 2. πολυάσχολος, ερευνητικός, με ποικίλα ενδιαφέροντα: Aνήσυχο πνεύμα / μυαλό. 3. που δε γίνεται με ησυχία, ταραγμένος: Xτες βράδυ έκανα ανήσυχο ύπνο.
ανήσυχα ΕΠIΡΡ: Kοιμήθηκα ~ χθες βράδυ. [λόγ. < ελνστ. ἀνήσυχος `που δεν του αρέσει η ησυχία΄ σημδ. γαλλ. inquiet]



