Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέγγυος
1 εγγραφή
ανέγγυος -α -ο [anéngios] Ε6 : (λόγ.) ανεγγύητος: Aνέγγυο δάνειο.

[λόγ. < αρχ. ἀνέγγυος `αβεβαίωτος, νόθος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες