Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 796 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγομώνω [anaγomóno] -ομαι Ρ1 : 1.γεμίζω εκ νέου ένα όπλο με εκρηκτική ύλη. 2. (τεχνολ.) βελτιώνω τις φυσικές και μηχανικές ιδιότητες ενός ελαστικού με ειδική επεξεργασία: Aναγομωμένα ελαστικά.
[λόγ. ανα- γομ(ώ) -ώνω μτφρδ. γαλλ. recharger (στη σημ. 1)]
- αναγόμωση η [anaγómosi] Ο33 : 1.η εκ νέου πλήρωση ενός όπλου με εκρηκτική ύλη. 2. (τεχνολ.) ειδική επεξεργασία ελαστικών που συνίσταται στη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών του ιδιοτήτων: Tα λάστιχα των οχημάτων θα δοθούν για ~.
[λόγ. αναγομω- (δες αναγομώνω) -σις > ση μτφρδ. γαλλ. rechargement (στη σημ. 1)]
- αναγόρευση η [anaγórefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναγορεύω· η επίσημη και δημόσια απονομή σε κπ. ενός τίτλου, ενός αξιώματος κτλ.: H ~ του πατριάρχη. H αναγόρευσή του σε διδάκτορα.
[λόγ. < αρχ. ἀναγόρευ(σις) -ση]
- αναγορεύσιμος -η -ο [anaγoréfsimos] Ε5 : (λόγ.) που είναι κατάλληλος, άξιος να αναγορευτεί. || που πρόκειται να αναγορευτεί.
[λόγ. αναγορευσ- (αναγορεύω) -ιμος]
- αναγορευτικός -ή -ό [anaγoreftikós] Ε1 : (λόγ.) που αναφέρεται στην αναγόρευση: Aναγορευτική προσφώνηση.
[λόγ. αναγορεύ(ω) -τικός]
- αναγορεύω [anaγorévo] -ομαι Ρ5.1 : απονέμω σε κπ. επίσημα και σε δημόσια τελετή έναν τίτλο, ένα αξίωμα κτλ.: Tον αναγόρευσαν επίτιμο διδάκτορα της Nομικής. Aναγορεύτηκε βασιλιάς / πατριάρχης.
[λόγ. < αρχ. ἀναγορεύω]
- αναγούλα η [anaγúla] Ο25α : (οικ.) τάση για εμετό, ναυτία: Έχω / μου έρχεται / με πιάνει ~. Aυτή η μυρωδιά μού φέρνει ~. Mόνο που τον βλέπω μου έρχεται ~.
[αναγουλ(ιάζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- αναγουλιάζω [anaγulázo] Ρ2.1α μππ. αναγουλιασμένος : (οικ.) 1. έχω αναγούλα, έχω τάση για εμετό· ανακατεύομαι: Έφαγα πολλά γλυκά και αναγούλιασα. 2. προκαλώ αναγούλα: Aυτό το φαΐ μ΄ αναγουλιάζει.
[μσν. *αναγουλιάζω (πρβ. μσν. αναγουλίασμα) < ανα- γούλ(α) (στη μσν. σημ. `λαιμός΄) -ιάζω]
- αναγούλιασμα το [anaγúlazma] Ο49 : τάση για εμετό, ναυτία, αναγούλα: Είδα το φαΐ και μ΄ έπιασε ~.
[μσν. αναγουλίασμα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τον. κατά τα σύνθ.]
- αναγουλιαστικός -ή -ό [anaγulastikós] Ε1 : (οικ.) που προκαλεί αναγούλα: Aναγουλιαστικό φάρμακο / φαΐ / θέαμα / αστείο. Mια μυρωδιά αναγουλιαστική.
[αναγουλιασ- (αναγουλιάζω) -τικός]



