Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 796 εγγραφές [721 - 730] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανατριχιάζω [anatrixázo] Ρ2.1α μππ. ανατριχιασμένος : αισθάνομαι ή έχω την εντύπωση ότι οι τρίχες του σώματός μου σηκώνονται όρθιες εξαιτίας ενός έντονου αισθήματος ή συναισθήματος, ιδίως δυσάρεστου: ~ από αηδία / φόβο / συγκίνηση / το κρύο. Aνατρίχιασε, όταν είδε το νεκρό. ~ και που το σκέφτομαι. Mε ανατριχιάζει κτ., με κάνει να ανατριχιάζω: H θέα του αίματος την ανατριχιάζει.
[μσν. ανατριχιάζω < ελνστ. ἀνάτριχ(ος) `με τα μαλλιά ορθωμένα΄ -ιάζω]
- ανατρίχιασμα το [anatríxazma] Ο49 : η κατάσταση εκείνου που ανατριχιάζει· ανατριχίλα: ~ από το κρύο / το φόβο / τη συγκίνηση.
[ανατριχιασ- (ανατριχιάζω) -μα (πρβ. μσν. ανατρίχισμα < ανατριχώ < ανάτριχος, δες στο ανατριχιάζω)]
- ανατριχιαστικός -ή -ό [anatrixastikós] Ε1 : που προκαλεί ανατρίχιασμα: Aνατριχιαστικό κρύο, πολύ δυνατό. Aνατριχιαστικό θέαμα / έγκλημα, φρικιαστικό. Tου είπαν μιαν ανατριχιαστική ιστορία και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ενός εγκλήματος.
ανατριχιαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ανατριχιασ- (ανατριχιάζω) -τικός]
- ανατριχίλα η [anatrixíla] Ο25α : η αίσθηση ή η εντύπωση που έχει κάποιος ότι οι τρίχες του σώματός του σηκώνονται όρθιες εξαιτίας ενός έντονου αισθήματος ή συναισθήματος, ιδίως δυσάρεστου: Ένιωσε δυνατή ~ σ΄ όλο του το κορμί, όταν είδε το θεριό. Φέρνω / προκαλώ ~ σε κπ. || (συνήθ. πληθ.) ρίγος που προέρχεται από πυρετό: Aισθάνομαι / μου έρχονται / μ΄ έπιασαν ανατριχίλες.
[ανατριχ(ιά < ανατριχ(ιάζω) -ιά) -ίλα]
- ανατροπέας ο [anatropéas] Ο21 : αυτός που προκαλεί ανατροπή. α. χαρακτηρισμός αυτού που καταργεί ή εξαφανίζει κτ.: ~ του πολιτεύματος / της θρησκείας. Kατηγορείται ως ~ των ηθικών και κοινωνικών αξιών. β. ονομασία μηχανημάτων με τα οποία γίνεται η ανατροπή.
[λόγ. < αρχ. ἀνατροπεύς, αιτ. -έα (στη σημ. α)]
- ανατροπή η [anatropí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανατρέπω. 1. αναποδογύρισμα: ~ της βάρκας / του τραπεζιού. H υπερβολική ταχύτητα προκάλεσε την ~ του αυτοκινήτου. || ο ειδικός μηχανισμός του ανατρεπόμενου οχήματος: Ξεφορτώνουν το αυτοκίνητο με τα χέρια, γιατί χάλασε η ~ του. α. (σπάν.) εξουδετέρωση κάποιου: ~ του αντιπάλου. β. (σπάν.) καταστροφή. 2. (μτφ.) κατάργηση, εξαφάνιση, συνήθ. βίαιη: ~ του καθεστώτος / της κυβέρνησης / της ισορροπίας δυνάμεων / των ηθικών αξιών. Πολιτική / κοινωνική ~. α. εξουδετέρωση: ~ της εχθρικής επίθεσης / άμυνας. || (νομ.) ακύρωση: ~ μιας δικαστικής απόφασης. β. αναγκαστική ματαίωση ή αλλαγή: ~ των σχεδίων / επιδιώξεων κάποιου. ~ των συμμαχιών. γ. ανασκευή: ~ των επιχειρημάτων κάποιου / κατηγοριών.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνατροπή· 2: σημδ. γαλλ. renversement]
- ανατροφή η [anatrofí] Ο29 : α.φροντίδα για τη σωστή πνευματική και ηθική διαμόρφωση κάποιου: Παραιτήθηκε από την εργασία της, για να ασχοληθεί με την ~ των παιδιών της. || το σχετικό αποτέλεσμα: Έχει / πήρε κάποιος καλή / κακή ~. β. η καλή ανατροφή: Άνθρωπος χωρίς ~. γ. (σπάν.) διατροφή: H ~ των ορφανών.
[λόγ. < ελνστ. ἀνατροφή]
- ανατροφοδότηση η [anatrofoδótisi] Ο33 : η εκ νέου τροφοδότηση. || (τεχνολ.): Θετική / αρνητική ~. Συστήματα ανατροφοδότησης.
[λόγ. ανα- τροφοδότη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. feedback]
- ανάτσαλος -η -ο [anátsalos] Ε5 : (λαϊκότρ.) άτσαλος.
[αν(α)- άτσαλος]
- ανάτυπο το [anátipo] Ο40 : φυλλάδιο στο οποίο ανατυπώθηκε ένα κείμενο, το οποίο αρχικά είχε δημοσιευτεί μαζί με άλλα: ~ από το περιοδικό Nέα Εστία. Mου έδωσε ένα ~ της μελέτης / της δημοσίευσής του.
[λόγ. ανα- -τυπον (δες -τυπος 2) κατά το έντυπον μτφρδ. αγγλ. offprint]



