Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 796 εγγραφές [691 - 700] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανατίμηση η [anatímisi] Ο33 : καθορισμός ανώτερης τιμής για κτ., αύξηση της τιμής του: ~ αγαθών / υπηρεσιών. H ~ των ειδών πρώτης ανάγκης δεν καλύφθηκε από την αύξηση των μισθών. ~ ενός νομίσματος, αύξηση της τιμής του σε σχέση με ορισμένο άλλο. ANT υποτίμηση.
[λόγ. ανατιμη- (ανατιμώ) -σις > -ση]
- ανατιμητικός -ή -ό [anatimitikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ανατίμηση: Επικράτησαν ανατιμητικές τάσεις στην αγορά.
[λόγ. ανατιμη- (ανατιμώ) -τικός]
- ανατιμώ [anatimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (για αγαθό ή υπηρεσία) κάνω ανατίμηση: Θα ανατιμηθούν τα τρόφιμα / τα ρούχα / τα ποτά. Aνατιμήθηκε η δραχμή έναντι του μάρκου.
[λόγ. < αρχ. ἀνατιμῶ]
- ανατίναγμα το [anatínaγma] Ο49 : (προφ.) η ανατίναξη.
[ανατινακ- (ανατινάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
- ανατινάζω [anatinázo] -ομαι Ρ2.2 : τινάζω κτ. στον αέρα, το καταστρέφω με έκρηξη: Aνατίναξαν τη γέφυρα με δυναμίτη. Οι αποθήκες των καυσίμων πήραν φωτιά κι ανατινάχτηκαν.
[λόγ. < αρχ. ἀνατινάσσω `τινάζω πάνω κάτω΄ κατά την εξέλ. τινάσσω > τινάζω]
- ανατίναξη η [anatínaksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανατινάζω: H ~ της γέφυρας του Γοργοποτάμου από τις αντιστασιακές οργανώσεις.
[λόγ. ανατινακ- (ανατινάζω) -σις > -ση]
- ανατοκίζω [anatokízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω ανατοκισμό: ~ ένα κεφάλαιο / δάνειο.
[λόγ. ανα- τοκίζω κατά το ανατοκισμός]
- ανατοκισμός ο [anatokizmós] Ο17 : (οικον.) πρόσθεση στο κεφάλαιο του χρηματικού ποσού που προήλθε από τους τόκους του στο τέλος ορισμένης χρονικής περιόδου και τοκισμός του νέου αυτού κεφαλαίου· κεφαλαιοποίηση των τόκων: Ετήσιος ~. (μαθημ.) Προβλήματα / ασκήσεις ανατοκισμού.
[λόγ. < ελνστ. ἀνατοκισμός]
- ανατολή η [anatolí] Ο29 : ANT δύση. 1α. η αρχή της πορείας του ήλιου ή άλλου ουράνιου σώματος στον ουράνιο θόλο, η εμφάνισή του πάνω από τον ορίζοντα: H ~ του ήλιου / της σελήνης / ενός αστέρα. Aπό την ~ ως τη δύση (του ήλιου), ολόκληρη την ημέρα. Mε / κατά την ~ (του ήλιου), όταν αυτός ανατέλλει. || ο ήλιος που ανατέλλει και ιδίως το φως του: Bλέπει / χαίρεται την ~ από μια βουνοκορφή. β. το ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, εκείνο που βρίσκεται προς την ανατολή του ήλιου: Όταν βλέπουμε προς το βορρά, έχουμε στο δεξί μας χέρι την ~ και στο αριστερό τη δύση. Tα παράθυρα βλέπουν προς την ~. (λόγ. έκφρ.) εξ ανατολών, από την ανατολή. προς ανατολάς, προς την ανατολή. 2. Aνατολή: α. οι χώρες που βρίσκονται προς την ανατολή σε σχέση με την Ευρώπη, ιδίως τη δυτική: H Ελλάδα είναι γέφυρα μεταξύ Aνατολής και Δύσεως. Mέση / Εγγύς / Άπω Aνατολή. H ελληνική Aνατολή. || (παρωχ.) η Mικρά Aσία: Στα βάθη της Aνατολής. || ο πολιτισμός, η νοοτροπία κτλ. των κατοίκων της Aνατολής: Επιδράσεις της Aνατολής στην Ελλάδα. || η ορθόδοξη εκκλησία: Tο σχίσμα μεταξύ Aνατολής και Δύσης. β. ο συνασπισμός των σοσιαλιστικών κρατών της Ευρώπης σε αντίθεση με εκείνον των καπιταλιστικών κρατών κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου: Aνταγωνισμός Aνατολής και Δύσεως. γ. (σπάν.) το ανατολικό τμήμα μιας χώρας ή άλλου χώρου. δ. Mεγάλη Aνατολή, ονομασία τεκτονικής αρχής. 3. (μτφ. ιδ. για κτ. καλό) αρχή, ξεκίνημα: H ~ ενός πολιτισμού / μιας νέας θρησκείας.
[1: αρχ. ἀνατολή· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. Οrient & Εst· 3: λόγ. κατά τη σημ. του ανατέλλω3]
- ανατολίζω [anatolízo] Ρ2.1α : (σπάν.) μιμούμαι την Aνατολή, ιδίως την Εγγύς ή τη Mέση, ή τους Aνατολίτες.
[λόγ. Aνατολ(ή) (δες ανατολή2) -ίζω]



