Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανά
796 εγγραφές [231 - 240]
ανακατάκτηση η [anakatáktisi] Ο33 : η ενέργεια του ανακατακτώ: H ~ των γειτονικών κρατών / των χαμένων αποικιών.

[λόγ. ανα- κατάκτη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. recon quête]

ανακατακτώ [anakataktó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : κατακτώ ξανά κτ. που είχα χάσει: Προσπάθησαν να ανακατακτήσουν τις χαμένες αποικίες.

[λόγ. ανα- κατακτώ μτφρδ. γαλλ. reconquérir]

ανακαταλαμβάνω [anakatalamváno] -ομαι Ρ (βλ. καταλαμβάνω) : καταλαμβάνω ξανά κτ. που στο μεταξύ είχα χάσει ή είχα εγκαταλείψει: Mονάδες του στρατού προσπαθούσαν μάταια να ανακαταλάβουν το οχυρό.

[λόγ. ανα- καταλαμβάνω μτφρδ. αγγλ. recapture]

ανακατάληψη η [anakatálipsi] Ο33 : η ενέργεια του ανακαταλαμβάνω: Ο στρατός θα επιχειρήσει την ~ των θέσεων που έπεσαν στα χέρια του εχθρού.

[λόγ. ανα- κατάληψις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. recapture]

ανακαταμέτρηση η [anakatamétrisi] Ο33 : (επίσ.) η ενέργεια του ανακαταμετρώ: H ~ των ψήφων.

[λόγ. ανα- καταμέτρη(σις) -ση]

ανακαταμετρώ [anakatametró] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β & -ώμαι Ρ11 : (επίσ.) καταμετρώ κτ. ξανά, προβαίνω σε νέα καταμέτρηση: Οι ψήφοι θα ανακαταμετρηθούν ύστερα από τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν.

[λόγ. ανα- καταμετρώ]

ανακατανέμω [anakatanémo] -ομαι Ρ (βλ. κατανέμω) : κατανέμω εκ νέου κτ., με βάση άλλα κριτήρια ή άλλη μέθοδο: Mε τα νέα φορολογικά μέτρα θα ανακατανεμηθεί το εθνικό εισόδημα.

[λόγ. ανα- κατανέμω μτφρδ. γαλλ. redistribuer]

ανακατανομή η [anakatanomí] Ο29 : η ενέργεια του ανακατανέμω: ~ φόρου εισοδήματος. Θα γίνει ~ του προσωπικού στις υπηρεσίες του υπουργείου.

[λόγ. ανα- κατανομή μτφρδ. γαλλ. redistribution]

ανακατασκευάζω [anakataskevázo] -ομαι Ρ2.1 : κατασκευάζω πάλι κτ. που έχει καταστραφεί, με βάση την αρχική του μορφή, κάνοντας ενδεχομένως τροποποιήσεις ή συμπληρώσεις.

[λόγ. ανα- κατασκευάζω]

ανακατασκευή η [anakataskeví] Ο29 : η ενέργεια του ανακατασκευάζω, επιδιόρθωση, τροποποίηση ή συμπλήρωση μιας κατασκευής: Εργοστάσιο ανακατασκευής μηχανημάτων / αυτοκινήτων / στρατιωτικών οχημάτων. Σε πολλά αρχαιολογικά μνημεία γίνονται ανακατασκευές τμημάτων που λείπουν.

[λόγ. ανα- κατασκευή]

< Προηγούμενο   1... 22 23 [24] 25 26 ...80   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες