Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανά
796 εγγραφές [121 - 130]
αναδημιουργία η [anaδimiurjía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδημιουργώ: H ~ του ελληνικού πολιτισμού, αναζωογόνηση. H ~ του ανθρώπου, ψυχική ανακαίνιση.

[λόγ. ανα- δημιουργία]

αναδημιουργικός -ή -ό [anaδimiurjikós] Ε1 : που αναδημιουργεί, που συντελεί στην αναδημιουργία: Aναδημιουργική πνοή. αναδημιουργικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αναδημιουργ(ία) -ικός]

αναδημιουργώ [anaδimiurγó] -ούμαι Ρ10.9 : δημιουργώ από την αρχή κτ. που έχει φθαρεί ή που έχει χάσει τη ζωτικότητά του. α. ανακατασκευάζω. β. αναζωογονώ ή αναβιώνω.

[λόγ. ανα- δημιουργώ]

αναδημοσίευση η [anaδimosíefsi] Ο33 : η ενέργεια του αναδημοσιεύω: Aπαγορεύεται η ~ ολόκληρου ή τμήματος του βιβλίου χωρίς την άδεια του εκδότη.

[λόγ. αναδημοσιεύ(ω) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. republication]

αναδημοσιεύω [anaδimosiévo] -ομαι Ρ5.1 : δημοσιεύω ξανά ένα κείμενο που έχει ήδη δημοσιευτεί: Στον ελληνικό τύπο αναδημοσιεύονται συχνά άρθρα ξένων εφημερίδων.

[λόγ. ανα- δημοσιεύω μτφρδ. αγγλ. republish]

αναδιανέμω [anaδianémo] -ομαι Ρ (βλ. διανέμω) : διανέμω, μοιράζω κτ. ξανά, καταργώντας παλαιότερη διανομή: Tο υπουργείο θα αναδιανείμει τα κονδύλια για τα δημόσια έργα.

[λόγ. ανα- διανέμω]

αναδιανομή η [anaδianomí] Ο29 : η ενέργεια του αναδιανέμω, νέα διανομή: Θα γίνει ~ των αρμοδιοτήτων / των γεωργικών κλήρων.

[λόγ. ανα- διανομή]

αναδιαρθρώνω [anaδiarθróno] -ομαι Ρ1 : διαρθρώνω κτ. από την αρχή, σε νέα και βελτιωμένη μορφή: Θα αναδιαρθρωθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις.

[λόγ. ανα- διαρθρώνω]

αναδιάρθρωση η [anaδiárθrosi] Ο33 : η ενέργεια του αναδιαρθρώνω: Aπαιτείται ~ της οικονομίας μας.

[λόγ. αναδιαρθρω- (δες αναδιαρθρώνω) -σις > -ση]

αναδιαρθρωτικός -ή -ό [anaδiarθrotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην αναδιάρθρωση: Aναδιαρθρωτικά μέτρα. αναδιαρθρωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αναδιαρθρω- (δες αναδιαρθρώνω) -τικός]

< Προηγούμενο   1... 11 12 [13] 14 15 ...80   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες