Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 796 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάδειξη η [anáδiksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδείχνω. 1. προβολή: Συστάθηκε ειδική επιτροπή για την προστασία, τη συντήρηση και την ~ των μνημείων. 2. ανέλιξη κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική κτλ.· διάκριση, εξέλιξη: Tην ανάδειξή του τη χρωστά στα προσόντα του και στη σκληρή δουλειά. 2. εκλογή ή διορισμός κάποιου σε ένα αξίωμα: ~ πατριάρχη / δημάρχου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάδειξις (σις > -ση)]
- αναδείχνω [anaδíxno] -ομαι Ρ αόρ. ανάδειξα, απαρέμφ. αναδείξει, παθ. αόρ. αναδείχτηκα, απαρέμφ. αναδειχτεί : (προφ.) αναδεικνύω.
[λόγ. < αρχ. ἀναδεικνύω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά την εξέλ. δεικνύω > δείχνω]
- ανάδεμα το [anáδema] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδεύω.
[αναδεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- αναδεντράδα η [anaδendráδa] Ο26 : είδος αναρριχώμενης κληματαριάς.
[αρχ. ἀναδενδράς, αιτ. -άδα (προφ. [nd] )]
- αναδεξιμιός ο [anaδeksimnós] Ο17 θηλ. αναδεξιμιά [anaδeksimná] Ο24 : εκείνος στον οποίο ο νονός ή η νονά έδωσε το όνομα κατά τη διάρκεια του βαπτίσματος, το βαφτιστήρι, ο βαφτισιμιός.
[μσν. αναδεξιμαίος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αναδέξιμ(ος) -αίος `που με τη βάφτιση έχουμε αναλάβει την ευθύνη του΄ < αναδεξ- (αναδέχομαι) -ιμος· αναδεξιμι(ός) -ά]
- ανάδευση η [anáδefsi] Ο33 : η ενέργεια του αναδεύω, η ανακίνηση, το ανακάτεμα ενός ρευστού κυρίως μείγματος.
[λόγ. αναδεύ(ω) -σις > -ση]
- αναδευτήρας ο [anaδeftíras] Ο2 : εργαλείο που χρησιμοποιείται για ανάδευση.
[αναδεύ(ω) -τήρας]
- αναδεύω [anaδévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : 1.ανακινώ κτ., κυρίως ένα ρευστό μείγμα, συχνά χρησιμοποιώντας κάποιο εργαλείο, για να πετύχω την τέλεια ανάμειξη των συστατικών του, το ανακατεύω: ~ το υγρό για να διαλυθεί το κατακάθι. Nα αναδεύετε καλά το φάρμακο πριν από κάθε χρήση. 2. κινώ κτ. ελαφρά: Ο αέρας ανάδευε τα μαλλιά της. || κινούμαι ελαφρά: Είδα κάτι ν΄ αναδεύει πίσω από τους θάμνους, να σαλεύει. Ένιωθε το μωρό να αναδεύει στην κοιλιά της. Ξύπνησε και άρχισε να αναδεύεται.
[ελνστ. ἀναδεύω]
- αναδέχομαι [anaδéxome] Ρ3β : 1.(λόγ.) αναλαμβάνω κάποια υποχρέωση. 2. γίνομαι ανάδοχος, νονόςI.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναδέχομαι· 2: μσν. σημ.]



