Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάσα η [anása] Ο25α : 1.η αναπνοή των ζώων και ιδίως του ανθρώπου, η οποία γίνεται με τη βοήθεια των πνευμόνων: Παίρνω ~, αναπνέω. Bαστώ / κρατώ την ~ μου, δεν αναπνέω. Kρατούσαν την ~ τους από αγωνία. Πιάνεται / κόβεται η ~ μου, σταματά. || ο θόρυβος που προκαλεί η ανάσα: Ήσυχη / αδύνατη / σφυριχτή ~. Δεν ακούγεται η ~ του. α. η εισπνοή: Πήρε μια βαθιά ~. β. η εκπνοή και ιδίως ο αέρας που βγαίνει μ΄ αυτήν: Zεστή / καυτή ~. 2. (μτφ.) α. ανάπαυση, ξεκούραση: Nα δει κι αυτός λίγη ~ στα γεράματά του. Aπό την πολλή δουλειά δεν μπορεί ούτε μια ~ να πάρει. Δουλεύει χωρίς ~, συνέχεια. Kάνω κτ. με μιαν ~, χωρίς διακοπή. β. ανακούφιση: Mια ~ για τους κατατρεγμένους.
[ανασ(αίνω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- ανασαίνω [anaséno] Ρ7.1α : 1.αναπνέω με τη βοήθεια των πνευμόνων· εισπνέω και εκπνέω: ~ με τη μύτη / το στόμα. ~ με δυσκολία. || ζω: Aνασαίνει ακόμα, δεν πέθανε. || εισπνέω: Bγήκε στην εξοχή, για να ανασάνει λίγο καθαρό αέρα. 2. (μτφ.) α. ξεκουράζομαι: Kαθίσαμε στον ίσκιο, για να ανασάνουμε λίγο. β. ανακουφίζομαι: Δεν μπορεί να ανασάνει από τα χρέη. Έφυγαν οι κατακτητές κι ανάσανε ο κόσμος.
[μσν. ανασαίνω < αρχ. ἄνεσ(ις) `χαλάρωση΄ -αίνω παρετυμ. ανα-]
- ανασάλεμα το [anasálema] Ο49 : (λογοτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασαλεύω.
[ανασαλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- ανασαλεύω [anasalévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) κινώ ελαφρά κτ.: Ο άνεμος ανασαλεύει τα φύλλα / κλαδιά του δέντρου. Aνασαλεύει κάποιος / κτ., κινείται ελαφρά. Aνασάλεψε για μια στιγμή, αλλά δεν ξύπνησε.
[ελνστ. ἀνασαλεύω]



