Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναμείκτης ο [anamíktis] Ο10 : 1.(τεχν.) γενική ονομασία συσκευών ή συστημάτων με τα οποία αναμειγνύονται διάφορα υλικά, και ειδικότερα: α. μεγάλο σιδερένιο δοχείο όπου χύνεται ο σίδηρος των υψικαμίνων. β. εξάρτημα που αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα, για την τροφοδοσία των μηχανών εσωτερικής καύσης· καρμπιρατέρ. 2. (λόγ.) μίξερ.
[λόγ. αναμεικ- (αναμειγνύω) -της μτφρδ. γαλλ. mélangeur & αγγλ. mixer]
- ανάμεικτος -η -ο [anámiktos] Ε5 : που προέρχεται από την ανάμειξη δύο ή περισσότερων πραγμάτων (ουσιών, στοιχείων κτλ.) ή ποιοτήτων και ποικιλιών του ίδιου πράγματος: Ψωμί ανάμεικτο από σιτάρι και καλαμπόκι. Έβαλε στα λουλούδια ανάμεικτο φυτόχωμα και καστανόχωμα. Παγωτό ανάμεικτο με βανίλια και σοκολάτα. Ο πληθυσμός του χωριού είναι ~ από ντόπιους και πρόσφυγες. || Tα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα, χαρά και λύπη, αισιοδοξία και επιφυλακτικότητα κτλ.
ανάμεικτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνάμικτος (ορθογρ. κατά το μεικτός)]



