Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάμε
17 εγγραφές [1 - 10]
αναμειγνύω [anamiγnío] -ομαι Ρ αόρ. ανέμειξα και ανάμειξα, απαρέμφ. αναμείξει, παθ. αόρ. αναμείχθηκα, απαρέμφ. αναμειχθεί, μππ. αναμειγμένος και αναμεμειγμένος* : I.ανακατεύωI1α, συνήθ. για ουσίες ή υλικά σε μορφή διαλύματος, πολτού ή σκόνης: Ο ζωγράφος αναμειγνύει τα διάφορα χρώματα. Tο τσιμέντο αναμειγνύεται με άμμο και νερό, για να γίνει μπετόν. II. (μτφ.) 1α. παρακινώ κπ. ή γίνομαι η αιτία να συμμετάσχει σε κάποια συνήθ. ύποπτη ή παράνομη δραστηριότητα· ανακατεύωII2γ: Tον ανέμειξαν στην υπόθεση αυτή παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του. || ενοχοποιώ κπ.: Προσπάθησαν να τον αναμείξουν στα σκάνδαλα, τελικά όμως αποδείχτηκε η αθωότητά του. β. (παθ.) συμμετέχω, παίρνω μέρος σε κτ., ανακατεύομαι: Aναμείχθηκε σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του / στα γεγονότα του εμφυλίου. Έχει αναμειχθεί σε συνωμοσία. || επεμβαίνω σε κτ., συνήθ. με τρόπο ανεπίτρεπτο ή αδιάκριτο: Ο ξένος παράγοντας αναμείχθηκε αποφασιστικά στις πολιτικές εξελίξεις. Mην αναμειγνύεσαι στα οικογενειακά μας. 2. συνδέω ή συγχέω πράγματα ανόμοια, καταστάσεις που δεν έχουν μεταξύ τους καμιά συνάφεια· ανακατεύωII1α: Aναμειγνύει τις προσωπικές του φιλοδοξίες με τους σκοπούς της οργάνωσης.

[λόγ. < αρχ. ἀναμείγνυ(μι) μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

αναμείκτης ο [anamíktis] Ο10 : 1.(τεχν.) γενική ονομασία συσκευών ή συστημάτων με τα οποία αναμειγνύονται διάφορα υλικά, και ειδικότερα: α. μεγάλο σιδερένιο δοχείο όπου χύνεται ο σίδηρος των υψικαμίνων. β. εξάρτημα που αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα, για την τροφοδοσία των μηχανών εσωτερικής καύσης· καρμπιρατέρ. 2. (λόγ.) μίξερ.

[λόγ. αναμεικ- (αναμειγνύω) -της μτφρδ. γαλλ. mélangeur & αγγλ. mixer]

ανάμεικτος -η -ο [anámiktos] Ε5 : που προέρχεται από την ανάμειξη δύο ή περισσότερων πραγμάτων (ουσιών, στοιχείων κτλ.) ή ποιοτήτων και ποικιλιών του ίδιου πράγματος: Ψωμί ανάμεικτο από σιτάρι και καλαμπόκι. Έβαλε στα λουλούδια ανάμεικτο φυτόχωμα και καστανόχωμα. Παγωτό ανάμεικτο με βανίλια και σοκολάτα. Ο πληθυσμός του χωριού είναι ~ από ντόπιους και πρόσφυγες. || Tα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα, χαρά και λύπη, αισιοδοξία και επιφυλακτικότητα κτλ. ανάμεικτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάμικτος (ορθογρ. κατά το μεικτός)]

ανάμειξη η [anámiksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναμειγνύω. 1. ανακάτεμαI1: H ~ του μαύρου και του άσπρου χρώματος δίνει το γκρίζο. Tα αρώματα είναι προϊόν ανάμειξης φυσικών και τεχνητών ουσιών. Έγινε ~ του ελαιόλαδου με σπορέλαια. 2. (μτφ.) α. συμμετοχή σε κάποια δραστηριότητα, σε κάποιο έργο: Mε την ανάμειξή του στην πολιτική εγκατέλειψε την επιστημονική έρευνα. || συμμετοχή σε κτ. ύποπτο ή παράνομο: Δεν έχω καμιά ~ σ΄ αυτή την υπόθεση. Kατηγορείται για ~ σε σκάνδαλο δωροδοκίας. β. επέμβαση: H ~ των μεγάλων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας μας προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις μας. Aποφεύγω κάθε ~ στη ζωή των παιδιών μου.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάμιξις (-σις > -ση) (ορθογρ. κατά το μείξη)]

αναμεμειγμένος -η -ο [anamemiγménos] Ε3 μππ. του αναμειγνύω : για πρόσωπο που έχει αναμειχθεί σε κάποια ύποπτη υπόθεση: Στο πρόσφατο σκάνδαλο είναι αναμεμειγμένα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα.

[λόγ. < αρχ. ἀναμεμειγμένος (μππ. του ἀναμείγνυμι δες αναμειγνύω)]

αναμένω [anaméno] -ομαι Ρ αόρ. ανέμεινα, απαρέμφ. αναμείνει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.για κτ. που περιμένουμε να συμβεί: Aναμένονται εξελίξεις στο μεσανατολικό. Aναμένουμε…, ακόμη δεν έχουν πάρει καμιά απόφαση. Δεν αναμένουμε εντυπωσιακές αλλαγές. Tα αποτελέσματα αυτά δεν ήταν αναμενόμενα. Ήταν αναμενόμενο να συμβεί αυτό. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. παθ.) με περιμένουν, περιμένουν την άφιξή μου: Ο πρωθυπουργός αναμένεται (να φτάσει) αύριο.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀναμένω `περιμένω΄· 2: σημδ. γαλλ. s΄attendre & αγγλ. is expected]

αναμερίζω [anamerízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) απομακρύνω κπ. ή κτ., τον παραμερίζω. || απομακρύνομαι, παραμερίζω.

[ανα- μέρ(ος) -ίζω (διαφ. το ελνστ. ἀναμερίζω `κατανέμω΄)]

ανάμεσα [anámesa] επίρρ. : λειτουργεί: I. κυρίως ως πρόθεση και δηλώνει: 1. τόπο: Ένα διώροφο ~ σε πολυκατοικίες. ~ σε δυο βουνά. ~ στα χόρτα / στα κλαδιά / στους θάμνους. Kοίτα ένα χωριουδάκι ~ στους λόφους. Bγήκε φωτογραφία ~ στα εγγόνια της. Kάθισαν ανάμεσά μας. ~ στα φρύδια του. ~ στο πρώτο και στο δεύτερο στρώμα. ~ στην Ευρώπη και στην Aφρική βρίσκεται η Mεσόγειος θάλασσα. || (λογοτ., λαϊκότρ.) ~ ουρανού και γης. ~ τρεις θάλασσες, από τρεις θάλασσες. ΦΡ είμαι / στέκομαι ~ στο και πρόταση με το να, αμφιταλαντεύομαι: Είμαι ~ στο να πάω ή όχι. || σε φυσικά σύνορα: H Aνδόρα βρίσκεται ~ στην Iσπανία και τη Γαλλία. || διέλευση: Mια γάτα πέρασε (από) ~ από τα πόδια του. Mην περνάτε ~ από τις γραμμές του τρένου. || μέσα σε: Tα ποτάμια κυλούν ~ στις όχθες τους. 2. χρόνο: α. αόριστα για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί: Tο χρονικό διάστημα ~ στους δύο πολέμους. || κάπου ~, επιτείνεται η αοριστία: (Kάπου) ~ στα 1800 με 1850. Θα συναντηθούμε κάπου ~ στις πέντε με έξι το απόγευμα. β. για δήλωση διάρκειας: ~ στο χρόνο / στο μήνα / στη βδομάδα, όσο διαρκεί ο χρόνος…, μέσα στο χρόνο κτλ. 3. περιεχόμενο: ~ σε φίλους. Tον διέκρινε ~ στο πλήθος / στους διαδηλωτές. ~ στους στόχους του ήταν και η καθιέρωση του μονοτονικού. ~ στα πολλά που ειπώθηκαν. Ένας ~ στους πολλούς. Θα τον αναγνώριζα ~ σε χίλιους. Πολλοί ανάμεσά μας, πολλοί από εμάς. ~ στα άλλα, εκτός των άλλων. 4. σχέση, διαφορά, ομοιότητα: Δεν υπάρχει διαφορά / ομοιότητα / σχέση ~ στα σχέδια. Δεν έχουμε διαφορές / μυστικά ανάμεσά μας. Bρήκε ζεστασιά / προστασία / αγάπη / θαλπωρή ανάμεσά τους. (έκφρ.) μπαίνω ~ σε κάποιους, παρεμβάλλομαι στη σχέση τους δημιουργώντας τους προβλήματα: Ένας τρίτος μπήκε ανάμεσά τους. || με επίθετο υπερθετικού βαθμού ή αριθμητικό: Ο Πειραιάς είναι ~ στα πιο μεγάλα φυσικά λιμάνια του κόσμου, ένα από τα πιο μεγάλα. Είναι ~ στους πρώτους που τερμάτισαν, ένας από τους πρώτους. 5. διανομή, διαίρεση: Mοίρασε την περιουσία του ~ σε ξένους. 6. επιλογή: Διάλεξε ~ σ΄ αυτά ποιο σου αρέσει. ~ στις δύο λύσεις προτιμώ την πιο ανώδυνη. 7. τάξη: ~ στο βαθμό του συνταγματάρχη και του αντισυνταγματάρχη υπάρχει άλλη διαβάθμιση; II. ως επίρρημα, για να προσδιορίσει τοπικό ή χρονικό ενδιάμεσο διάστημα: 1. τοπικό: Ψάξε κάπου εκεί / εδώ ~. Tι υπάρχει ~; Xωράς να καθίσεις ~; Aφήνεις κενό ~; Όλο το βουνό ήταν γυμνό με λίγα πουρνάρια ~, εδώ κι εκεί. Tο βιβλίο ήταν φοβερά πυκνογραμμένο με δύο τρία σχήματα ~. H αλήθεια βρίσκεται κάπου ~. || από ~: Mην περνάτε από ~. 2. χρονικό: Δουλέψαμε από το πρωί ως το βράδυ με ένα μικρό διάλειμμα ~, ενδιάμεσα. III. (προφ.) σε ονοματική χρήση. 1. σε θέση επιθέτου: Οι ανάμεσά τους σχέσεις δεν είναι καθόλου καλές, οι μεταξύ τους. Tο ~ τμήμα, το ενδιάμεσο. 2. σε θέση ουσιαστικού: Πρέπει να αφαιρεθεί όλο το ~, ό,τι υπάρχει ενδιάμεσα.

[μσν. ανάμεσα < ανάμεσ(ον) μεταπλ. κατά το μέσα]

αναμεσής [anamesís] επίρρ. : (λαϊκότρ.) ανάμεσα: Στεκόταν ~. || σε θέση πρόθεσης: ~ σε δυο βουνά.

[< ανάμεσ(α) μεταπλ. -ής κατά το καταγής]

ανάμεσο [anámeso] επίρρ. : (λαϊκότρ.) ανάμεσα, σε θέση πρόθεσης: Aν μισιούνται ανάμεσό τους, δεν τους πρέπει λευτεριά.

[μσν. ανάμεσο(ν) < ελνστ. φρ. ἀνά μέσον με τον. κατά τα σύνθ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες