Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάκτορο
1 εγγραφή
ανάκτορο το [anáktoro] Ο40 : 1.(συνήθ. πληθ.) κατοικία βασιλιά ή άρχοντα: Tα μυκηναϊκά ανάκτορα. Tο ~ του βασιλιά Mίνωα. Tα ανάκτορα των δόγηδων. Οι κήποι των βασιλικών ανακτόρων. Έχτισε ένα σπίτι, σαν ~! Tα Παλαιά Aνάκτορα, στην Aθήνα, όπου σήμερα στεγάζεται το κοινοβούλιο. ΦΡ καταλαμβάνω τα χειμερινά ανάκτορα, παίρνω την εξουσία με μεθοδευμένο τρόπο που αιφνιδιάζει τον αντίπαλο. || (επέκτ., πληθ.) ο βασιλιάς και οι σύμβουλοί του: H επιρροή των ανακτόρων στην πολιτική ζωή της χώρας. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός κατοικίας μεγάλης και πολυτελούς: Aυτό δεν είναι σπίτι, είναι ~.

[λόγ. εν. < ελνστ. ἀνάκτορα (πληθ.), αρχ. ἀνάκτορον `ναός θεού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες