Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 796 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- α- 1 [a] & αν- 1 [an], συνήθ. πριν από φωνήεν & ά- [á] ή άν- [án], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & ανα- 1 [ana] ή ανά- [aná], μερικές φορές πριν από σύμφωνο & (σπάν., λαϊκότρ.) ανε- [ane] ή ανέ- [ané] & ανη- [ani] ή ανή- [aní], αναλογικά προς λέξεις που άρχιζαν από α, ε, η : στερητικό πρόθημα. 1. δηλώνει: α. (σε επίθετα) το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αβέβαιος, άκακος, αναρμόδιος, ανάφαγος, ανέμελος, ανεπίσημος, ανέξοδος, ανεύθυνος, ανήλικος, ανήμπορος, ανήξερος, ανήψητος, ανηπρόκοπος, άηχος, άοπλος, άοσμος, αόρατος, άυλος, άυπνος. || σε ρηματικά επίθετα σε -τος ενεργητικής σημασίας: ανάρμοστος, ανόρεχτος· παθητικής σημασίας: αβασάνιστος, ανεξέλεγκτος· ενεργητικής και παθητικής σημασίας: απλήρωτος, αφάγωτος· χωρίς διάκριση της απλής άρνησης από την έλλειψη δυνατότητας: αδικαιολόγητος, αλογάριαστος, που δε δικαιολογήθηκε / λογαριάστηκε, αλλά και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί / να λογαριαστεί. β. (σε ουσιαστικά) την έλλειψη, την απουσία της κατάστασης που εκφράζει ή υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: αλάθητο, αναβροχιά, ανελευθερία, ανεμελιά, ανεντιμότητα, ανευθυνότητα, απλυσιά, αρρυθμία, αχαριστία. γ. (σε ρήματα) αντίθεση προς αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αδυνατώ, ατυχώ. 2. (προφ.) σε φράση που αποτελείται από ουσιαστικό και επίθετο (παράγωγο από την ίδια ρίζα) αναιρεί, καταργεί αυτό που προβάλλει ως θετικό το ουσιαστικό της φράσης: βίος αβίωτος· γάμος άγαμος· δώρο άδωρο. 3. πλεοναστικό πριν από επίθετα που αρχίζουν από το στερητικό ξε-: αξεσκέπαστος, αξεβούλωτος.
[αρχ. στερ. πρόθημα ἀν- συνήθ. πριν από φων.: αρχ. ἀν-άξιος & ἀ- πριν από σύμφ.: αρχ. ἀ-δάκρυτος, σπάν. το αντ.: αρχ. ἀ-όρατος (αρχικά παρήγε μεταρ. επίθ.: αρχ. ἀ-δάκρυτος, αλλά επεκτάθηκε στην παραγωγή και άλλων επιθ.: αρχ. ἄ-μοιρος, ἀ-σεβής και τελικά στην παραγωγή ουσ.: νεοελλ. α-λυγισ-ιά) & λόγ. < διεθ. a-, an- < λατ. a-, an- < αρχ. ἀ-, ἀν-: α-λογικός, αν-αερόβιος < γαλλ. alogique, anaérobie· ανα-: μσν. ανα-: μσν. ανά-λουστος `άλουστος΄, επέκτ. από επίθ. που άρχιζαν με α-: αρχ. ἀν-αμάρτητος ή με επανάληψη του αρνητικού: αν-ά-λουστος· ανε-: μσν. ανε-: μσν. ανέ-γνοιαστος, επέκτ. από επίθ. που άρχιζαν με ε-: ελνστ. ἀν-έξοδος· ανη-: επέκτ. από επίθ. που άρχιζαν με η-: αρχ. ἀν-ήκουστος, μσν. αν-ήμπορος (< μσν. ημπορώ) με νέα ανάλ. ανη-, με βάση τον τ. μπορώ, νεοελλ. ανη-πρόκοπος `ανεπρόκοπος΄]
- ανά [aná] πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και ανα- 2)· συντάσσεται με αιτιατική. 1. δηλώνει επιμερισμό, διανομή: Οι πλευρές του παραλληλογράμμου είναι ~ δύο ίσες και παράλληλες. Mπείτε στη γραμμή ~ εξάδες, σε / κατά εξάδες, έξι έξι. Προχωρούσαν ~ δύο, δυο δυο. Ως μονάδα ταχύτητας χρησιμοποιείται το χιλιόμετρο ~ ώρα. Στροφές ~ λεπτό, (σ)το λεπτό. 2. σε λόγιες στερεότυπες εκφράσεις δηλώνει χρονική ή τοπική έκταση: ~ τον κόσμο / την υφήλιο / τους αιώνες, σε όλο τον κόσμο, σε όλη τη γη κτλ.
[λόγ. < αρχ. ἀνά]
- ανα- 2 [ana] & αν- 2 [an], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή πριν από φωνήεν & ανά- [aná] ή άν- [án], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα που συνήθ.: I1. δηλώνει τόπο, με την έννοια πάνω, προς τα πάνω. ANT κατα-: αναδύομαι· άνοδος, ανάβαση, ανάδυση· ανοδικός· αναμαλλιάρης. 2. με επιτατική σημασία: αναβοώ, ανακράζω. || αναμεταξύ. 3. με υποκοριστική σημασία: ανάλαφρος. 4. σε ρήματα και ουσιαστικά δηλώνει επανάληψη· (πρβ. επανα-, ξανα-): αναβαθμολογώ, αναβαπτίζω, αναδιανέμω, αναδιατάσσω, αναδιοργανώνω, ανακατανέμω· αναβαθμολόγηση, αναβάπτιση, αναδιανομή, αναδιάταξη, αναδιοργάνωση, ανακατανομή. 5. σε επιστημονικούς όρους: αναφυλαξία, αναβολισμός. II. σε πολλές λέξεις δεν είναι για τα νέα ελληνικά εμφανής η παραγωγή: ανάποδος, αναγουλιάζω.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀν(α)- < πρόθ. ἀνά ως α' συνθ.: αρχ. ἀνα-βλέπω, ἀνα-βλαστάνω (δες στο αναβλασταίνω) (I5: λόγ. < διεθ. ana- < αρχ. ἀνα-: ανα-φυλαξία < γαλλ. anaphylaxie)]
- αναβαθμίζω [anavaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : α.καθιστώ κτ. καλύτερο, ανεβάζω το ποιοτικό του επίπεδο δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις: ~ μια περιοχή. β. τοποθετώ κπ. σε ιεραρχικά ανώτερη θέση από αυτή που κατείχε μέχρι τώρα: Ο υπουργός αναβαθμίστηκε στη νέα κυβέρνηση.
[λόγ. ανα- βαθμ(ίδ- δες βαθμίδα) -ίζω μτφρδ. αγγλ. upgrade]
- αναβάθμιση η [anaváθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβαθμίζω. ANT υποβάθμιση: H ίδρυση πνευματικού κέντρου βοήθησε στην ~ της περιοχής. H ~ της παιδείας θα είναι το αποτέλεσμα ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού.
[λόγ. αναβαθμι- (αναβαθμίζω) -σις > -ση]
- αναβαθμολόγηση η [anavaθmolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβαθμολογώ: Γραπτά που χρειάζονται ~.
[λόγ. αναβαθμολογη- (αναβαθμολογώ) -σις > -ση]
- αναβαθμολογώ [anavaθmoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : επανεξετάζω τη βαθμολόγηση ενός κειμένου γραπτών εξετάσεων, σε περίπτωση που υπάρχει αμφισβήτηση για την ορθότητα της πρώτης βαθμολόγησης: Ορισμένα γραπτά πρέπει να αναβαθμολογηθούν.
[λόγ. ανα- βαθμολογώ]
- αναβαθμός ο [anavaθmós] Ο17 : 1.(λόγ.) σκαλοπάτι. 2. (αρχιτ.) α. καθεμιά από τις τρεις ή τέσσερις πλατιές βαθμίδες της κλίμακας που περιέβαλλε τους αρχαίους ναούς ή βωμούς. β. στα αρχαία θέατρα, καθεμιά από τις κλιμακωτά τοποθετημένες σειρές καθισμάτων. 3. (πληθ.) αντιφωνικά τροπάρια που ψάλλονται τις Kυριακές και τις γιορτές κατά τον όρθρο.
[λόγ. < αρχ. ἀναβαθμός]
- ανάβαθος -η -ο [anávaθos] Ε5 : που δεν έχει μεγάλο ή αρκετό βάθος· ρηχός, άβαθος: Aνάβαθη θάλασσα. Aνάβαθα νερά.
ανάβαθα ΕΠIΡΡ. [ανα- (δες α- 1) βάθ(ος) -ος]
- αναβάθρα η [anaváθra] Ο25 : 1.(ναυτ.) ανεμόσκαλα του πλοίου από σκοινί ή ξύλο. || σανίδα για την επιβίβαση στο πλοίο. 2. (αρχιτ.) χτιστό κεκλιμένο επίπεδο στην ανατολική πλευρά των αρχαίων ελληνικών ναών που διευκόλυνε την άνοδο.
[λόγ. < ελνστ. ἀναβάθρα (στη σημ. 2)]



