Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφιθαλής
1 εγγραφή
αμφιθαλής -ής -ές [amfiθalís] Ε10 : (νομ.) για αδέρφια που έχουν γεννηθεί από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα. ANT ετεροθαλής.

[λόγ. < αρχ. ἀμφιθαλής `με ζωντανούς και τους δύο γονείς΄ (η σημερ. σημ. μσν., κατά το αντ. ετεροθαλής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες