Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμφίχειρας ο [amfíxiras] Ο5 : αυτός που μπορεί και χρησιμοποιεί με την ίδια ευχέρεια τόσο το δεξί όσο και το αριστερό του χέρι· αμφιδέξιος.
[λόγ. αμφι- + αρχ. -χειρ > -χειρας κατά το ελνστ. μονόχειρ (δες στο μονόχειρας)]



