Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφίδρομος
1 εγγραφή
αμφίδρομος -η -ο [amfíδromos] Ε5 : (λόγ.) που κινείται ή ασκεί επίδραση προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις: Aμφίδρομη κίνηση. || (μτφ.): Aμφίδρομη ανταλλαγή εμπειριών. || (χημ.) αμφίδρομη αντίδραση, αντίδραση κατά την οποία δημιουργείται ισορροπία μεταξύ των αντιδρώντων σωμάτων και των προϊόντων της αντίδρασης. αμφίδρομα ΕΠIΡΡ: Aντίδραση που λειτουργεί ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀμφίδρομος, αρχ. σημ.: `που περικλείει΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες