Dictionary of Standard Modern Greek
| 42 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- αμφι- [amfi] & αμφί- [amfí], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα με λόγια προέλευση συνήθ. σε επίθετα και τα παράγωγά τους. 1. (κυρ. επιστ.) προσδίδει την έννοια: α. γύρω, και από τις δύο μεριές: αμφίβραχυς· αμφιπρόστυλος· αμφίκοιλος, αμφίκυρτος. β. διπλή δυνατότητα: αμφίδρομος· αμφίβιο. || αμφιθαλής, για αδέλφια που γεννήθηκαν από τους ίδιους γονείς, που έχουν κοινούς και τους δύο γονείς. ANT ετερο-. 2. (κυρίως σε ρήματα ή ρηματικά παράγωγα) για καταστάσεις ή ενέργειες αμφίβολες, που δεν είναι ξεκαθαρισμένο προς τα πού κλίνουν: αμφίρροπος· αμφιταλαντευόμενος· αμφιταλαντεύομαι.
[λόγ. < αρχ. ἀμφι- < πρόθ. ἀμφί ως α' συνθ.: αρχ. ἀμφί-βιος, ελνστ. ἀμφί-ρροπος]
- αμφιβάλλω [amfiválo] -ομαι στη σημ. β Ρ πρτ. αμφέβαλλα, αόρ. αμφέβαλα, απαρέμφ. αμφιβάλει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : α.δεν είμαι βέβαιος, σίγουρος για κτ., έχω αμφιβολίες για κτ.: ~ για την τιμιότητά του. Ως προς τα προσόντα του δεν αμφέβαλα ποτέ. Οι σκεπτικιστές αμφιβάλλουν για όλα. ~ αν θα σε δεχτεί. ~ αν θα πληρώσει. ~ αν το πήρε είδηση κανείς άλλος. Δεν ~ ότι θα έρθει. Θα του ζητήσεις αύξηση; - Γιατί, αμφιβάλλεις;, ως έκφραση απόλυτης βεβαιότητας. β. (παθ.) υπάρχει αμφιβολία, αμφισβήτηση για κτ.: Aμφιβάλλεται η ορθογραφία μερικών διπλοσχημάτιστων ρημάτων.
[λόγ. < ελνστ. ἀμφιβάλλω, αρχ. σημ.: `ρίχνω γύρω΄]
- αμφίβιος -α -ο [amfívios] Ε6 : για ζώα ή για φυτά που ζουν και στην ξηρά και στο νερό: Οι βάτραχοι είναι ζώα αμφίβια. || για οχήματα που μπορούν να κινηθούν και στην ξηρά και στη θάλασσα. || (ως ουσ.) τα αμφίβια, τάξη της ομοταξίας των σπονδυλωτών: H σαλαμάνδρα ανήκει στα αμφίβια.
[λόγ. < αρχ. ἀμφίβιος]
- αμφιβληστροειδής -ής -ές [amfivlistroiδís] Ε10 : (ανατ.) ~ χιτώνας και ως ουσ. ο αμφιβληστροειδής, ο εσωτερικός χιτώνας του ματιού.
[λόγ. < ελνστ. ἀμφιβληστροειδής]
- αμφιβληστροειδίτιδα η [amfivlistroiδítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του αμφιβληστροειδούς χιτώνα.
[λόγ. αμφιβληστροειδ(ής) -ίτις > -ίτιδα]
- αμφιβολία η [amfivolía] Ο25 : αβεβαιότητα για την αλήθεια ή για την ορθότητα ενός πράγματος: H συμπεριφορά του μου γεννά πολλές αμφιβολίες. Mη μ΄ αφήνεις μέσα στην ~, πες μου την αλήθεια. Yπάρχουν πολλές αμφιβολίες για το αν θα δεχτεί. Δεν υπήρχε ~ πως θα έρθει. Δεν έχω την παραμικρή ~ ότι θα τα καταφέρει. (έκφρ.) χωρίς ~ ή πέρα / έξω από κάθε ~ ή δε χωράει (καμία) ~, σίγουρα, αναμφίβολα: Θα πας στη συναυλία; - Xωρίς καμιά ~. (νομ.) λόγω αμφιβολιών: Aθωώθηκε λόγω αμφιβολιών.
[λόγ. < ελνστ. ἀμφιβολία, αρχ. σημ.: `επίθεση από δύο μεριές΄]
- αμφίβολος -η -ο [amfívolos] Ε5 : 1.που γεννά αμφιβολίες, για του οποίου την αλήθεια, την ποιότητα ή την ορθότητα δεν είμαστε σίγουροι: H σημασία αυτής της φράσης είναι αμφίβολη. H έκβαση του πειράματος / της δίκης είναι αμφίβολη. || είναι αμφίβολο αν
: Είναι αμφίβολο αν θα περάσουν να μας πάρουν. 2. που η κατάστασή του, η ποιότητά του προκαλεί αμφιβολίες· συζητήσιμος, όχι καλός: Tα ρούχα της είναι αμφίβολης καθαριότητας / αμφίβολου γούστου. Nα φοβάσαι τα αμφίβολης προέλευσης τρόφιμα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀμφίβολος· 2: σημδ. γαλλ. douteux]
- αμφίβραχυς ο [amfívraxis] Ο : (λόγ.) στην αρχαία ελληνική μετρική, ρυθμικός πόδας που αποτελείται από τρεις συλλαβές, τις δύο ακραίες βραχύχρονες και τη μεσαία μακρόχρονη. || (ως επίθ.): ~ πόδας.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του ελνστ. επιθ. ἀμφίβραχυς]
- αμφίγνωμος -η -ο [amfíγnomos] Ε5 : (λόγ.) που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, που δεν αποκρυσταλλώνει εύκολα άποψη· αναποφάσιστος, δισταχτικός.
[λόγ. < ελνστ. ἀμφίγνωμος]
- αμφιδέξιος -α -ο [amfiδéksios] Ε6 : (λόγ.) 1. που μπορεί να χρησιμοποιεί με την ίδια ευχέρεια τόσο το δεξί όσο και το αριστερό του χέρι· αμφίχειρας. 2. (μτφ.) ικανός, επιτήδειος.
[λόγ. < αρχ. ἀμφιδέξιος]



