Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αμυγδαλιά
1 item total
αμυγδαλιά η [amiγδalá] Ο24 : φυλλοβόλο, καρποφόρο δέντρο με λευκορόδινα άνθη που καρπός του είναι το αμύγδαλο: Οι αμυγδαλιές ανθίζουν το Φλεβάρη.

[αρχ. ἀμυγδαλέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go