Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμοραλιστικός
1 εγγραφή
αμοραλιστικός -ή -ό [amoralistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αμοραλισμό: Έχει αμοραλιστική συνείδηση.

[λόγ. αμοραλιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες