Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αμμόλουτρο
1 item total
αμμόλουτρο το [amólutro] Ο41 : θεραπευτική μέθοδος που συνίσταται στην κάλυψη ολόκληρου του σώματος ή ενός μέρους του με λεπτή άμμο, ζεστή από τον ήλιο: Ο γιατρός τη συμβούλεψε να κάνει αμμόλουτρα, για να ανακουφιστεί από τους πόνους.

[λόγ. αμμο- + λουτρ(όν) -ον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go