Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμιλλώμαι
1 εγγραφή
αμιλλώμαι [amilóme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) συναγωνίζομαι.

[λόγ. < αρχ. ἁμιλλῶμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες