Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αμετάκλητος
1 item total
αμετάκλητος -η -ο [ametáklitos] Ε5 : που δεν μπορεί να αλλάξει, να γίνει διαφορετικός: ~ σκοπός / στόχος. Aμετάκλητη απόφαση. || (νομ.): Aμετάκλητη δικαστική πράξη / απόφαση. Aμετάκλητο βούλευμα. αμετάκλητα & (λόγ.) αμετακλήτως ΕΠIΡΡ: Είμαι ~ αποφασισμένος. H απόφαση πάρθηκε οριστικώς και αμετακλήτως.

[λόγ. < ελνστ. ἀμετάκλητος `που δεν μπορείς να τον φέρεις πίσω΄ σημδ. γαλλ. irrévocable· λόγ. αμετάκλητ(ος) -ως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go