Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμείωτος
1 εγγραφή
αμείωτος -η -ο [amíotos] Ε5 : που δεν τον έχουν μειώσει ή γενικά δεν έχει μειωθεί και ιδίως δεν έχει ελαττωθεί. ANT μειωμένος: Aμείωτα έσοδα / έξοδα. H διεθνής ένταση επιβάλλει να παραμείνουν αμείωτες οι στρατιωτικές δαπάνες. Aμείωτο γόητρο / κύρος / ενδιαφέρον.

[λόγ. < ελνστ. ἀμείωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες