Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμίαντος ο [amíandos] Ο20α : ορυκτό που αποτελείται από ίνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την κατασκευή πυρίμαχων ή άλλων αντικειμένων: Στολή πυροσβέστη φτιαγμένη από αμίαντο. Οι βλαβερές επιδράσεις του αμίαντου στην υγεία του ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. ἀμίαντος ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ἀμίαντος]
- αμίαντος -η -ο [amíandos] Ε5 : (σπάν.) που δεν τον έχουν μιάνει ή που δεν έχει μιανθεί. ANT μιασμένος.
[λόγ. < αρχ. ἀμίαντος]
- αμιαντοσωλήνας ο [amiandosolínas] Ο2 : σωλήνας κατασκευασμένος από αμίαντο.
[λόγ. αμιαντο- + σωλήν > σωλήνας]



