Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέτρητος
1 εγγραφή
αμέτρητος -η -ο [amétritos] Ε5 : (για σύνολο προσώπων, πραγμάτων κτλ.) 1. (σπάν.) που δεν τον έχουν μετρήσει. 2. που αποτελείται από πάρα πολλά στοιχεία. α. πολυάριθμος: Έχει αμέτρητα γιδοπρόβατα. Είναι αμέτρητοι σαν τα μυρμήγκια / σαν τα άστρα του ουρανού / σαν την άμμο της θάλασσας. Aμέτρητοι οπαδοί ξεχύθηκαν στους δρόμους. β. πολύ μεγάλος: Aμέτρητο πλήθος. Aμέτρητα πλούτη. γ. (μτφ.) πολύ έντονος: Aμέτρητη χαρά / θλίψη / κακία.

[αρχ. ἀμέτρητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες