Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέριστος
1 εγγραφή
αμέριστος -η -ο [améristos] Ε5 : που υπάρχει ή που εκδηλώνεται σε μεγάλο βαθμό, που είναι πολύ έντονος: Aμέριστη εκτίμηση / αγάπη / προσοχή / συμπαράσταση. Aμέριστο ενδιαφέρον. αμέριστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀμέριστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες