Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμέριστος -η -ο [améristos] Ε5 : που υπάρχει ή που εκδηλώνεται σε μεγάλο βαθμό, που είναι πολύ έντονος: Aμέριστη εκτίμηση / αγάπη / προσοχή / συμπαράσταση. Aμέριστο ενδιαφέρον.
αμέριστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀμέριστος]



