Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέλεια
1 εγγραφή
αμέλεια η [amélia] Ο27 : α.έλλειψη επιμέλειας, δηλαδή φροντίδας, ενδιαφέροντος και προσπάθειας εκ μέρους κάποιου να κάνει αυτό που οφείλει: Tιμωρήθηκε για βαριά ~. β. (νομ.): Έγκλημα / φόνος εξ αμελείας, για μη προσχεδιασμένες πράξεις, από απροσεξία. ANT εκ προθέσεως.

[λόγ.: α: αρχ. ἀμέλεια· β: σημδ. αγγλ.(;) negligence]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες