Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλοίωση η [alíosi] Ο33 : 1.αποσύνθεση ζωικών ή φυτικών ουσιών: H ψύξη προστατεύει τα τρόφιμα από την ~. || (ιατρ.) παθολογική μεταβολή σε ιστούς και όργανα: Aλλοιώσεις του δέρματος. 2α. μεταβολή, κυρίως προς το χειρότερο, που υφίσταται κτ. ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του: H ~ των ήχων / της εικόνας οφείλεται σε τεχνικές ατέλειες των μηχανημάτων αναπαραγωγής, παραμόρφωση. ~ των χρωμάτων, ξεθώριασμα. ~ του πληθυσμού, αλλαγή ως προς τη σύνθεσή του με την αύξηση των ξένων στοιχείων. || (μτφ.): H ~ του δημοκρατικού πολιτεύματος, η νόθευση. β. (μουσ.) αύξηση ή μείωση ενός φθόγγου κατά ένα ημιτόνιο. || το σημάδι που δηλώνει την παραπάνω αύξηση ή μείωση (δίεση, ύφεση, αναίρεση).
[λόγ. < αρχ. ἀλλοίω(σις) `μετατροπή΄ -ση σημδ. γαλλ. altération]