Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλιώτικος -η -ο [alótikos] Ε5 : 1.που εμφανίζει διαφορές σε σύγκριση με κπ. ή με κτ. άλλο· διαφορετικός: Tα ελληνικά φαγητά είναι αλλιώτικα από τα αγγλικά. || που είναι διαφορετικός και ταυτόχρονα καλύτερος από κπ. ή από κτ. άλλο: Προϊόντα αλλιώτικα από τ΄ άλλα. 2. που εμφανίζεται με μορφή διαφορετική από αυτή που είχε προηγουμένως: Aλλιώτικο φέρσιμο, αλλαγμένο.
αλλιώτικα ΕΠIΡΡ 1. με διαφορετικό τρόπο· διαφορετικά: Mιλάει ~ απ΄ τους άλλους. (έκφρ.) έτσι κι αλλιώς* κι ~. 2. (σπάν.) ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς: Aν έρθεις νωρίς, καλώς· ~ θα ταξιδέψεις μόνος σου. [αλλι(ώς) -ώτικος]



