Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλόμορφος
1 εγγραφή
αλληλόμορφος -η -ο [alilómorfos] Ε5 : (βιολ.) αλληλόμορφα γονίδια, εναλλασσόμενες μορφές γονιδίων που κατέχουν την ίδια θέση στα ομόλογα χρωματοσώματα. || (ως ουσ.) τα αλληλόμορφα, τα αλληλόμορφα γονίδια.

[λόγ. < διεθ. allelo- = αλληλο- + -morph = -μορφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες