Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλεπ
2 εγγραφές [1 - 2]
αλληλεπίδραση η [alilepíδrasi] & αλληλοεπίδραση η [aliloepíδrasi] Ο33 : αμοιβαία επίδραση προσώπων, φαινομένων ή καταστάσεων: H ~ μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων. H ~ δύο γλωσσών / δύο πολιτισμών που έρχονται σε επαφή.

[λόγ. αλληλ(ο)-, αλληλο- + επίδρα(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. interaction]

αλληλεπιδρώ [alilepiδró] Ρ10.4α αόρ. αλληλεπέδρασα, απαρέμφ. αλληλεπιδράσει & αλληλοεπιδρώ [aliloepiδró] Ρ10.4α αόρ. αλληλοεπέδρασα, απαρέμφ. αλληλοεπιδράσει : για πρόσωπα, φαινόμενα ή καταστάσεις που ασκούν αμοιβαία επίδραση.

[λόγ. αλληλ(ο)-, αλληλο- + επιδρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες