Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλαξοκαιριά
1 εγγραφή
αλλαξοκαιριά η [alaksokerjá] Ο24 : η αλλαγή του καιρού.

[αλλαξο- + καιρ(ός) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες