Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλκάλιο το [alkálio] Ο40 : (χημ.) γενική ονομασία μιας σειράς μετάλλων του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, από τα οποία τα σημαντικότερα είναι το νάτριο και το κάλιο.
[λόγ. < γαλλ. alcali -ον < αραβ. al-qalyi `η σόδα΄]



