Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλισάχνη
1 εγγραφή
αλισάχνη η [alisáxni] Ο30 : λεπτό στρώμα από αλάτι που επικάθεται σε διάφορες επιφάνειες, όπως π.χ. στις κοιλότητες των βράχων που είναι κοντά στη θάλασσα, στα πλεούμενα, στα σώματα των κολυμβητών κτλ.

[μσν. αλισάχνη (μαρτυρείται στη σημ.: `αλάτι από αλατωρυχείο΄) < αρχ. ἁλοσάχνη (μαρτυρείται στη σημ.: `αφρός της θάλασσας (ένα ζωόφυτο)΄) ( [o > i] ;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες