Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλακάρτ
1 εγγραφή
αλακάρτ [alakárt] επίρρ. : για γεύμα σε εστιατόριο όπου ο πελάτης διαλέγει ελεύθερα από τον κατάλογο. ANT ταμπλ ντοτ: Γεύμα / τιμές ~.

[λόγ. < γαλλ. à la carte]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες