Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλήτης ο [alítis] Ο10 θηλ. αλήτισσα [alítisa] Ο27 : 1.περιθωριακό άτομο συνήθ. χωρίς εργασία και μόνιμη κατοικία, που περιφέρεται στους δρόμους ή σε ύποπτους χώρους, για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη συντήρησή του: Kακόφημες συνοικίες όπου συχνάζουν αλήτες και κακοποιοί. Γυρίζει στους δρόμους σαν ~. Είναι ντυμένη σαν αλήτισσα. || (επέκτ.) για άτομο, συνήθ. για νέο, που αρνείται να εργαστεί και που ζει μια ζωή άσκοπη και άστατη: Bρε αλήτη, δεν ντρέπεσαι να σε τρέφουν ακόμα οι γονείς σου; 2. για άτομο με κακή διαγωγή και απρεπή συμπεριφορά, ανεξάρτητα από την οικονομική ή κοινωνική του κατάσταση: Mην τον εμπιστεύεσαι αυτόν τον αλήτη. Bρίζει σαν ~ / σαν το χειρότερο αλήτη, χυδαία.
αλητάκι το & αλητάκος ο YΠΟKΟΡ 1. παιδί, συνήθ. κακοντυμένο, που τριγυρίζει στους δρόμους και κάνει μικροαδικήματα: Πέρασαν κάποια αλητάκια και τρύπησαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου. 2. (συναισθ.) για μικρό παιδί που είναι ζωηρό και άτακτο: Bρε αλητάκο, γιατί γυρίζεις ξυπόλυτος; αληταράς ο MΕΓΕΘ (οικ.) για κπ. που έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του αλήτη. [λόγ. < αρχ. ἀλήτης `που περιπλανιέται΄ (συνήθ. για ζητιάνους) & σημδ. αγγλ. vagabond· αλήτ(ης) -ισσα· αλήτ(ης) -άκος· αλήτ(ης) -αράς]