Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινογραφώ
1 εγγραφή
ακτινογραφώ [aktinoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : (ιατρ.) βγάζω σε κπ. ακτινογραφία, τον εξετάζω με ακτινογραφία.

[λόγ. ακτινο(γραφία) -γραφώ μτφρδ. γαλλ. radiographier (-graphier = -γραφώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες