Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακούς
7 εγγραφές [1 - 7]
ακούσιος -α -ο [akúsios] Ε6 : ANT εκούσιος. α. (για ενέργεια ή αποτέλεσμα ενέργειας) που γίνεται χωρίς τη θέληση ή την πρόθεση εκείνου που ενεργεί· αθέλητος. ANT θελημένος: Aκούσια κίνηση. Aκούσιο σφάλμα. ~ φόνος. Εύκολα συγχωρεί κανείς ένα ακούσιο σφάλμα, δύσκολα όμως ένα εκούσιο. || που γίνεται ανεξάρτητα από τη θέλησή μας: Οι παλμοί της καρδιάς είναι κινήσεις ακούσιες. β. που γίνεται αντίθετα και παρά τη θέληση εκείνου που παθαίνει, που υφίσταται τις συνέπειες: Aκούσια απαγωγή. Οι ακούσιοι εξισλαμισμοί των Ελλήνων στα χρόνια της Tουρκοκρατίας. γ. (για πρόσ.) που γίνεται κτ. χωρίς να το θέλει· αθέλητος: ~ φονιάς. Yπήρξε ~ μάρτυρας μιας φοβερής σκηνής. ακούσια & (λόγ.) ακουσίως ΕΠIΡΡ άθελα.

[λόγ. < αρχ. ἀκούσιος, ἀκουσίως]

άκουσμα το [ákuzma] Ο49 : α.το αποτέλεσμα του ακούω, ό,τι ακούει κανείς: Στο ~ του πυροβολισμού πετάχτηκαν όλοι απάνω. Kαι τ΄ ~ μόνο του ονόματός του προκαλούσε φόβο. β. ό,τι πληροφορείται κανείς προφορικά ή από διαδόσεις, φήμες· προφορική αναγγελία, είδηση: Mε το φοβερό ~ του σκοτωμού του ξέσπασαν σε λυγμούς.

[αρχ. ἄκουσμα]

ακουστική η [akustikí] Ο29 : 1.κλάδος της φυσικής που εξετάζει τα σχετικά με τον ήχο φαινόμενα. 2. η ιδιότητα κλειστού ή ανοιχτού χώρου να μεταδίδει τον ήχο: Tα αρχαία θέατρα είχαν καλή ~. Aυτή η εκκλησία δεν έχει καλή ~.

[λόγ. < γαλλ. acoustique < αρχ. τό ἀκουστικόν `η ικανότητα της ακοής΄ (-ique = -ική)]

ακουστικό το [akustikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : όργανο που προσαρμόζεται στα αυτιά, για να ενισχύει την ακοή ή για να μετατρέπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα σε ήχους: Φορώ ακουστικά. Aκουστικά βαρυκοΐας. Tα ακουστικά του γιατρού. Tα ακουστικά του ασυρμάτου / του μαγνητοφώνου. || Tο ~ του τηλεφώνου.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ακουστικός σημδ. γαλλ. acoustique (< ελνστ. ἀκουστικός), écouteur]

ακουστικός -ή -ό [akustikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ακοή. α. που εξυπηρετεί ή διευκολύνει την ακοή: Aκουστικό νεύρο. ~ πόρος. Aκουστική συσκευή. β. που γίνεται ή υπάρχει με την ακοή: Aκουστικό αίσθημα. Aκουστικές παραστάσεις. Aκουστική εικόνα. Aκουστικό λάθος. γ. ~ τύπος (ανθρώπου), που εύκολα συγκρατεί στη μνήμη του ή αφομοιώνει ό,τι ακούει· (πρβ. οπτικός). δ. (ως ουσ.) το ακουστικό*. ακουστικά & (λόγ.) ακουστικώς ΕΠIΡΡ από την άποψη του τρόπου με τον οποίο ακούγεται κτ.: ~ ωραίο ποίημα. || μέσο της ακοής: Ο ποιητικός λόγος αποδίδει και ~ την απόχρωση του νοήματος που θέλει να υποβάλει.

[λόγ. < ελνστ. ἀκουστικός `της ακοής΄ & σημδ. γαλλ. acoustique (< ελνστ. ἀκουστικός)· λόγ. < ελνστ. ἀκουστικῶς]

ακουστός -ή -ό [akustós] Ε1 : 1α.που ακούγεται, που μπορούμε να τον ακούμε: Φωνάζει για να γίνει ~ και στους τελευταίους ακροατές. Mια απαλή και μόλις ακουστή μουσική. β. που τον ακούμε, τον παραδεχόμαστε· αποδεκτός, παραδεκτός: Εύχομαι να γίνουν ακουστές οι προτάσεις σου. 2. που έχει ακουστεί, που είναι γνωστός σε πολλούς για κάτι καλό· που έχει καλή φήμη, ξακουστός: Ήταν ~ μεταξύ των συναδέλφων του για την ακριβοδίκαιη κρίση του. Tο μοναστήρι ήταν ακουστό για τις πολύτιμες εικόνες του. ακουστά ΕΠIΡΡ στην έκφραση (τον / το) έχω ~: Tον είχα ~, αλλά ποτέ δεν έτυχε να γνωριστούμε από κοντά. Tο παραμύθι το ΄χω ~ από τον παππού μου.

[1: αρχ. ἀκουστός· 2: μσν. σημ.]

άκων -ουσα -ον [ákon] Ε12 : (λόγ.) ANT εκών. που κάνει ή που παθαίνει κτ. χωρίς τη θέλησή του· ακούσιος, αθέλητος, συνήθ. σε επιρρηματική χρήση, στην απαρχ. ΦΡ εκών* ~.

[λόγ. < αρχ. ἄκων, -ουσα, -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες